Συνοπτικά αποτελέσματα
Στο πλαίσιο του έργου επιχειρήθηκε προσπάθεια αριστοποίησης της πολυδιάστατης λειτουργίας των υγρών λιβαδιών στη χώρα μας και παράλληλα μετριασμός των αρνητικών επιπτώσεων των ακραίων καιρικών φαινομένων και της ερημοποίησης, μέσω της βελτίωσης λειμώνων με κατάλληλα είδη φυτών και εφαρμογής αειφορικής βόσκησης. Η κατανόηση της συμπεριφοράς των ζώων και η ενσωμάτωση των αναγκών τους στα διαχειριστικά πρωτόκολλα με στόχο την ελαχιστοποίηση των αρνητικών αλληλεπιδράσεων που ενδέχεται να αναπτύσσονται μεταξύ αγροτικών και ορνιθοπανίδας αποτελεί επίσης καινοτόμο μεθοδολογική προσέγγιση που θα συμβάλλει καθοριστικά στον σκοπό αυτό. Η καινοτομία αφορά αφενός τη ριζική τροποποίηση της καλλιέργειας λειμώνων και αφετέρου την εφαρμογή κατάλληλων πρακτικών βόσκησης. Σήμερα στη χώρα μας καλλιεργούνται συνήθως αγρωστώδη και ψυχανθή σε μίξη ή αναπτύσσονται μονοκαλλιέργειες βάσει κυρίως εμπειρικών γνώσεων ενώ η βόσκηση εφαρμόζεται με τυχαίο τρόπο ή για να εξυπηρετεί λειτουργικές ανάγκες των μονάδων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της ορνιθοπανίδας. Οι διαφοροποιήσεις που θα προκύψουν εστιάζονται στη(ν): α) τροποποίηση των υφιστάμενων πρακτικών σχετικών με τη συγκαλλιέργεια ειδών φυτών καθώς και β) διαχείριση της βόσκησης εφαρμόζοντας διαφορετικά επίπεδα έντασης βόσκησης, με στόχο την ελαχιστοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ νεροβούβαλων και ορνιθοπανίδας, την προστασία του περιβάλλοντος και τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Τα τελευταία έτη έχει παρατηρηθεί εξάπλωση του είδους X. strumarium στα υγρά λιβάδια της λίμνης Κερκίνης, το οποίο εμφανίζεται ιδιαίτερα ανταγωνιστικό έναντι άλλων ειδών, κυριαρχώντας κατά θέσεις στη σύνθεση της βλάστησης. Η εξάπλωση του X. strumarium, προβληματίζει την επιστημονική κοινότητα και προκαλεί ανησυχία στους κτηνοτρόφους που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω περιοχή. Η μείωση της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης ανέρχεται κατά θέσεις έως και 90%. Πρόκειται για τις θέσεις όπου επικρατεί το είδος αυτό μην επιτρέποντας (λόγω του ανταγωνισμού) άλλα είδη να αναπτύξουν ικανοποιητική ποσότητα υπέργειας βιομάζα (βοσκήσιμη ύλη). Είναι λοιπόν προφανές ότι στη συγκεκριμένη περιοχή παρατηρείται μείωση της βοσκοϊκανότητας και της φέρουσας ικανότητας του τόπου να φιλοξενεί φυτοφάγα είδη (αγροτικά ζώα και είδη της άγριας πανίδας) επιδεινώνοντας περαιτέρω το πρόβλημα της αλόγιστης βόσκησης που εφαρμόζεται στα υγρά λιβάδια της λίμνης Κερκίνης. Συνεπώς, η επέκτασή του αποτελεί μία σύγχρονη απειλή για το είδος που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Προς αυτή την κατεύθυνση πραγματοποιούνται ήδη εργαστηριακές έρευνες για τις οικολογικές αντοχές του συγκεκριμένου είδους ώστε να βρεθεί ο καταλληλότερος τρόπος επέμβασης. Τα αποτελέσματα έδειξαν περιορισμένη αντοχή του είδους στην κατάκλυση με νερό και επομένως ο χειρισμός της λειτουργίας του φράγματος θα μπορούσε θεωρητικά να διαφοροποιεί ώστε η περιοδική κατάκλυση της εν λόγω περιοχής να αρχίζει μετά τη φύτρωση των σπερμάτων του, αφού φυσικά ληφθούν υπόψη και οι ανάγκες του ανθρώπινου πληθυσμού και των γεωργικών καλλιεργειών σε νοτιότερες περιοχές.

Καταμέτρηση περιττωμάτων ορνιθοπανίδας στα υγρά λιβάδια της λίμνης Κερκίνης
H συμπεριφορά των φυτοφάγων ειδών εξαρτάται κυρίως από τη διαθεσιμότητα βοσκήσιμης ύλης και το ποσοστό χρησιμοποίησής της από φυτοφάγα είδη. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του έργου έδειξαν σημαντική διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των νεροβούβαλων κατά τις πρώτες πρωινές ώρες βόσκησης. Συγκεκριμένα, στα ζώα στα οποία χορηγήθηκε ζωοτροφή αποτελούμενη από ένα μόνο λειμώνιο είδος αξιοποιούν με αυξημένη ένταση και συχνότερα τη διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη σε σχέση με ζώα που τράφηκαν με τρία και έξι λειμώνια είδη. Συνεπώς, σε περιπτώσεις υψηλής έντασης βόσκησης (λίμνη Βιστωνίδα) ή/και υπερεντατικής βόσκησης (λίμνη Κερκίνη), προκρίνεται η καλλιέργεια (ή η προμήθεια) λειμώνων για την παραγωγή μιγμάτων ζωοτροφών που θα περιλαμβάνουν τόσο αγρωστώδη όσο και ψυχανθή λειμώνια είδη, με τη μεταξύ τους αναλογία να είναι υπέρ των αγρωστωδών σε ποσοστά περίπου 60-80% έναντι των ψυχανθών είδων (20-40%). Με την προσέγγιση αυτή αναμένεται ελάφρυνση της εφαρμοζόμενης έντασης βόσκησης κατά περίπου 6% κατά μέσο όρο χωρίς μείωση της βοσκοφόρτωσης και χωρίς μείωση του ημερήσιου χρόνου και της εποχής (ετήσια διάρκεια) βόσκησης. Επίσης, προκύπτει όφελος για το περιβάλλον και τα άγρια φυτοφάγα είδη, βελτιώνεται ο υφιστάμενος τρόπος εφαρμογής της βόσκησης των νεροβούβαλων και η αποδοτικότητα των εκτροφών τόσο στη λίμνη Κερκίνη όσο και στη λίμνη Βιστωνίδα, με στόχο πάντοτε αφενός την ελαχιστοποίηση όσο το δυνατόν της υψηλής και υπερεντατικής έντασης βόσκησης που εφαρμόζεται σήμερα και αφετέρου τη μεγιστοποίηση του οφέλους για την κτηνοτροφική δραστηριότητα, το περιβάλλον και την ορνιθοπανίδα.

Παρακολούθηση δραστηριοτήτων (συμπεριφοράς) νεροβούβαλων (με τη βοήθεια drone) όπου επικρατούν τα είδη Xanthium strumarium και Paspalum paspaloides στα υγρά λιβάδια της λίμνης Κερκίνης

Υπερβοσκημένη επιφάνεια από νεροβούβαλους δίπλα στην κοίτη του ποταμού Στρυμόνα
Η διαθέσιμη στα φυτοφάγα ζώα βοσκήσιμη ύλη στις θέσεις όπου κυριαρχεί το ζιζάνιο Xanthium strumarium κυμαίνεται περίπου στα 2/3 της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης σε σύγκριση με τις θέσεις όπου το ζιζάνιο δεν υπάρχει ή συμμετέχει σε μικρά ποσοστά (< 10%) στην κάλυψη της βλάστησης. Ωστόσο, οι νεροβούβαλοι και τα άλλα φυτοφάγα είδη καρπώνονται την επιπλέον αυτή παραγωγή βοσκήσιμης ύλης κατά την περίοδο του χειμώνα που παραδοσιακά αποτελεί μία περίοδος όπου τα τροφικά διαθέσιμα είναι σχετικά περιορισμένα. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από το έργο, η έστω και περιορισμένη διαθεσιμότητα και χρήση της βοσκήσιμης ύλης στις θέσεις όπου κυριαρχεί το στοχευμένο ζιζάνιο κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, αυξάνουν σημαντικά κατά τους μήνες Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Φεβρουάριο και αρχές Μαρτίου και επομένως η αρχική εκτίμηση για μείωση της βοσκήσιμης ύλης κατά το ήμισυ ευτυχώς περιορίζεται στο 30% περίπου. Παρά ταύτα, ακόμα και αυτή η μείωση της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης στις θέσεις με κυριαρχία του εν λόγω ζιζανίου θεωρείται σημαντική επιδεινώνοντας περαιτέρω το πρόβλημα της υπερβόσκησης και μειώνοντας τη συνολική βοσκοϊκανότητα του τόπου περίπου κατά 30%.

Δειγματοληψία εκτίμησης βοσκήσιμης ύλης και στη λίμνη Κερκίνη
Η μείωση της εφαρμοζόμενης έντασης βόσκησης κρίνεται άμεσα αναγκαία και μπορεί να επιτευχθεί με:
- Μείωση του αριθμού των νεροβούβαλων έως και κατά 50% του υπάρχοντος ζωικού κεφαλαίου παρέχοντας κίνητρα στους κτηνοτρόφους (π.χ. με επιδοτήσεις οικολογικών σχημάτων και εφαρμογής ορθολογικής βόσκησης κ.ά.). Η μείωση αυτή πρέπει να γίνει άμεσα και μετά από 3-5 έτη να επανεξεταστεί η εφαρμογή νέας μείωσης του αριθμού των ζώων κατά 20% επιπλέον.
- Μείωση της περιόδου βόσκησης των αγροτικών ζώων και κυρίως των νεροβούβαλων τουλάχιστον κατά τρεις μήνες. Ιδιαίτερα κρίσιμη θεωρείτε η αναστολή της βόσκησης κατά τον μήνα Ιούλιο και έως περίπου τα μέσα Αυγούστου καθώς τα λιβαδικά φυτά αυτό το διάστημα αρχίζουν την ανάπτυξή τους μετά την απόσυρση του νερού από τις λιβαδικές εκτάσεις και θα πρέπει να δίνεται το κατάλληλο χρονικό διάστημα στα φυτά ώστε να αναπτυχθούν και να παράξουν βοσκήσιμη ύλη.
- Αύξηση της ποσότητας χορηγούμενων ζωοτροφών τουλάχιστον κατά 30% με ποικιλία λειμώνιων ειδών χωρίς να μειωθεί η διάρκεια βόσκησης στο φυσικό περιβάλλον και κυρίως νωρίς το πρωί πριν βγουν δηλαδή τα ζώα στις διαθέσιμες λιβαδικές εκτάσεις για βοσκή. Με τον τρόπο αυτό, αναμένεται να ελαττωθεί η πίεση της βόσκησης καθώς τα αγροτικά ζώα θα μειώσουν τον χρόνο και τη συνολική ημερήσια διάρκεια βόσκησης αφιερώνοντας περισσότερο ημερήσιο χρόνο σε άλλες δραστηριότητες (π.χ. ανάπαυση, υδατόλουτρα, μετακίνηση, κλπ.).
- Συνδυασμό των παραπάνω, δηλ. συνδυαστική μείωση αριθμού αγροτικών ζώων και της περιόδου βόσκησης και αντίστοιχη αύξηση της ποσότητας των χορηγούμενων ζωοτροφών. Συνήθως, στις περισσότερες περιπτώσεις βελτίωσης και ανόρθωσης βοσκοτόπων, η συνδυαστική λύση είναι η επικρατέστερη.